Μία σκηνή. Ένα φως. Ένα μικρόφωνο. Ένας κωμικός. Πολλά αστεία. Δυνατά γέλια που λειτουργούν ως αποτελεσματικό ξόρκι απέναντι στην ανελέητη καθημερινότητα. Και το κοινό: χωρίς ηλικία, κοινωνική θέση, φύλο. Μόνο με διάθεση: για γέλιο και αποφόρτιση. Έλκοντας την καταγωγή του από τα ποικίλα θεάματα αλλά και δεχόμενο επιρροές από το φημισμένο θεατρικό είδος Vaudeville στην Αμερική και τα Music Halls της Αγγλίας, το stand up comedy εμφανίζεται και στην Ελλάδα. Ξεκινώντας κατά έναν τρόπο από τον κομπέρ Γιώργο Οικονομίδη, εισάγεται στη λαϊκή συνείδηση με τον Χάρρυ Κλυνν, ο οποίος δούλεψε και γνώρισε το είδος στην Αμερική. Στην πρόζα του Γιώργου Μαρίνου, αλλά και μετέπειτα στις παραστάσεις του Τζίμη Πανούση μπορείς να διακρίνεις επίσης στοιχεία stand up. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η Λουκία Ρικάκη με την ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών (επαγγελματιών ή και ερασιτεχνών) δημιουργεί τις «Νύχτες Κωμωδίας», μια εναλλακτική πρόταση διασκέδασης στα πρότυπα των Comedy Club της Αγγλίας και συστήνει στο ελληνικό κοινό το stand up με το όνομά του. Έκτοτε, οι χώροι που φιλοξενούν τους κωμικούς, τους σύγχρονους μάγους που μεταμορφώνουν τη διάθεσή μας, είναι πολλοί: θέατρα, μουσικές σκηνές, μπαρ, μεγάλα stages αλλά και μικρά σαλόνια σε διαδικτυακά δωμάτια. Ο κωμικός γράφει τα κείμενά του, εμπνέεται από τα καλώς και κακώς κείμενα της σύγχρονης ζωής, καταπιάνεται με βαθιά φιλοσοφικά θέματα αλλά και με μικρά και απλά. Κινείται, σκέφτεται αέναα και παρατηρεί τους γύρω του, είναι συλλέκτης συναισθημάτων και εμπειριών, λειτουργώντας σαν ένας καθρέφτης που αντανακλά τα πιο όμορφα, γήινα και τρυφερά είδωλα. Τα είδωλα των θεατών του. Μπορεί να είναι μοναχικός ή να έχει κι αυτός προβλήματα, ωστόσο βρίσκεται στην υπηρεσία του γέλιου (λέγεται ότι ένας καλός κωμικός πρέπει να κερδίζει 6-8 γέλια στο λεπτό από το κοινό του). Σήμερα η θεματολογία ποικίλει, οι νέοι κωμικοί μαθαίνουν την κωμωδία από το διαδίκτυο, οι παλαιοί κωμικοί ωριμάζουν και εμπνέουν τους νεότερους, τα παλιά στέκια έχουν διαδεχτεί ν