Τρεις γυναίκες, τρεις αδελφές που την δεκαετία του ’50, μένουν ορφανές, μόνες τους σε αυτόν τον κόσμο, χωρίς να της προειδοποιήσει κανείς και χωρίς να έχουν προετοιμαστεί καθόλου για αυτό, μένουν ολομόναχες και αν θέλουν να επιβιώσουν πρέπει να κρατηθούν η μια από την άλλη, να ενωθούν σαν μια γροθιά. Η Ελένη που είναι η μεγαλύτερη κάνει τα πάντα για να φροντίσει τις άλλες δυο μικρότερες, ωστόσο το γεγονός ότι είναι ανύπαντρες γυναίκες σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία και σε μια εποχή που το απαγορεύει δεν τις βοηθά σε αυτό. Όταν ο γιος του μεγαλύτερου γαιοκτήμονα της περιοχής Δούκα Σεβαστού (Λεωνίδας Κακούρης) τους χτυπά την πόρτα και ζητά το χέρι της Ελένης, εκείνη διχάζεται ανάμεσα στο μυαλό και την καρδιά. Η λογική της, της λέει πως αυτός ο γάμος είναι η μόνη λύση για να ζήσουν αυτή και η αδελφές της, όχι μόνο με αξιοπρέπεια αλλά και με άνεση ενώ η καρδιά της επιμένει να αρνηθεί την πρόταση, γιατί ο μοναδικός άνδρας που ερωτεύτηκε ποτέ στη ζωή της είναι ο Λάμπρος (Δημήτρης Γκοτσόπουλος). Φυσικά, η Ελένη όσο και αν πονάει επιλέγει να ακολουθήσει την φωνή της λογικής και παρόλο που είναι σίγουρη ότι ο γιος του Σεβαστού δεν την αγαπά και πως το μόνο που θέλει στην πραγματικότητα είναι να εκμεταλλευτεί την περιουσία και τα κτήματα των τριών αδελφών, δέχεται να τον παντρευτεί αλλά με λευκό γάμο. Ενώ στο χωριό επιστρέφει και ο Λάμπρος μόνο που τώρα πια είναι παντρεμένος και δείχνει να έχει ξεχάσει ολοκληρωτικά την Ελένη. Μετά από αυτό η Ελένη έχει και έναν λόγο παραπάνω να παντρευτεί τον Σέργιο, ο γάμος τους γίνεται με κάθε επισημότητα, παρά της αντιρρήσεις της Μυρσίνης Σεβαστού(Κατερίνα Διδασκάλου)η οποία δεν αποδέχεται με τίποτα την Ελένη. Ο Σέργιος παρόλο που είχαν συμφωνήσει εξ αρχής ότι ο γάμος τους θα είναι λευκός, φαίνεται να μην τηρεί τον λόγο του και όταν η Ελένη αρνείται πεισματικά να τον αφήσει να την αγγίξει, εκείνος αγριεύει και επιχειρεί να βιάσει μια από τις αδελφές της. Τότε τα τρία κορίτσια πέφτουν πάνω του με ορμή σαν άγριες μέλισσες και τον κατα