Ο Στάθης Θεριανός, ένας εργατικός νοικοκύρης του χωριού Δαφνύλας στην Κέρκυρα, αποφασίζει να παντρέψει τον γιο του, τον Γιώργη, με τη Χρυσαυγή, την περιζήτητη κόρη του εύπορου Σπύρου Ασπρέα. Πιστεύει ότι είναι η καλύτερη νύφη για τον γιο του ή έχει ξυπνήσει μέσα του ένα εγκληματικό πάθος, που προσπαθεί να καλύψει με τον γάμο του γιου του; Η γυναίκα του, η Διαμάντω, επειδή διαισθάνεται ότι αυτός ο γάμος δεν θα τους βγει σε καλό, προσπαθεί να χαλάσει το προξενιό στρέφοντας το ενδιαφέρον του γιου της στην παιδική του φίλη, την Ευγενία. Ο Γιώργης, αφού έχει ήδη τσακωθεί με τον πατέρα του, επειδή δεν ζήτησε τη γνώμη του προτού κανονίσει το προξενιό με τη Χρυσαυγή, αποφασίζει να ζητήσει την Ευγενία σε γάμο. Πηγαίνοντας, όμως, προς το σπίτι της συναντιέται με τη Χρυσαυγή και, μαγεμένος από την ομορφιά της, την ερωτεύεται. Γι’ αυτό και αποφασίζει από μόνος του να την παντρευτεί, απορρίπτοντας την Ευγενία. Οι αρραβώνες του Γιώργη και της Χρυσαυγής γίνονται με όλες τις τιμές. Τα δύο παιδιά είναι
Στον χρόνο που μεσολαβεί ανάμεσα στον αρραβώνα και στον γάμο του Γιώργη και της Χρυσαυγής, ο Θεριανός, δίνοντας μάχη με τα ένστικτά του, κατορθώνει να χαλιναγωγήσει το πάθος του για τη μέλλουσα νύφη του. Όμως, στο γλέντι του γάμου, μεθάει και ο άνομος πόθος του επιστρέφει. Η Διαμάντω το παρατηρεί απελπισμένη, αλλά δεν το ομολογεί σε κανέναν, γιατί φοβάται την κατακραυγή του κόσμου. Οι νιόπαντροι, όπως το θέλει το έθιμο, θα εγκατασταθούν στο πατρικό του γαμπρού. Στη συνέχεια της ίδιας νύχτας, ενώ ο Γιώργης και η Χρυσαυγή κάνουν έρωτα στην κρεβατοκάμαρά τους, ο Θεριανός, πνιγμένος από το αρρωστημένο πάθος για τη νύφη του και τη ζήλια για τον γιο του, περιφέρεται στους ελαιώνες απελπισμένος. Επιστρέφει, όμως, το πρωί μετανιωμένος και ορκίζεται στη γυναίκα του ότι δεν θα πατήσει το στεφάνι τους. Με το πέρασμα του χρόνου, η Χρυσαυγή ενσωματώνεται στην οικογένεια των πεθερικών της και, χάρη στον καλό της χαρακτήρα, γίνεται πολύ αγαπητή σε όλους, ιδιαίτερα στη Διαμάντω, που μέρα με τη μέρα τη
Έρχονται τα Χριστούγεννα και όλοι στο σπίτι του Θεριανού προετοιμάζονται για τη γιορτή. Υπάρχει ένα κλίμα διάχυτης ευτυχίας και σ’ αυτό έχει συμβάλει πολύ η τρυφερή και χαρούμενη φύση της Χρυσαυγής. Το νιόπαντρο ζευγάρι βρίσκεται σε μια ερωτική παραζάλη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, κάποια στιγμή, ενώ βρίσκονται στον στάβλο, κάνουν έρωτα. Ο Θεριανός τούς βλέπει κατά τύχη, αλλά, αντί να φύγει, μένει και παρακολουθεί τη σκηνή μέχρι τέλους. Αυτό το γεγονός ανάβει ξανά το αρρωστημένο πάθος και τη ζήλια του, που για αρκετό καιρό είχε καταφέρει να καταπνίξει. Ανήμερα τα Χριστούγεννα κι ενώ στο τραπέζι όλοι οι υπόλοιποι είναι σε ευθυμία, ο Θεριανός, που έχει μεθύσει, αρχίζει να περιπαίζει τη νύφη του, υποχρεώνοντάς τη σαδιστικά να πιει μέχρι να μεθύσει και να χάσει τον έλεγχο. Μερικές ημέρες αργότερα, στο καφενείο του χωριού, γίνεται μεγάλη κουβέντα για τα πολιτικά, η οποία οδηγεί σε έναν άγριο καβγά μεταξύ των θαμώνων. Ο Θεριανός, τύφλα στο μεθύσι, ορμάει σ’ έναν χωρικό και είναι έτοιμος να τον
Ο Θεριανός βλέπει στον ύπνο του εφιάλτες και αναστατώνεται. Η Διαμάντω, η οποία κοιμάται δίπλα του, απελπίζεται. Αντιλαμβάνεται την εσωτερική πάλη του άντρα της, ο οποίος έχει ερωτευτεί τη νύφη τους, και προσπαθεί να βρει τρόπο να αποτρέψει το κακό. Έτσι, την επόμενη μέρα, ανακοινώνει στον γιο της ότι πρέπει να πάρει τη γυναίκα του και να πάνε να μείνουν αλλού. Ο Γιώργης την ικετεύει να αλλάξει γνώμη γιατί, με την αποχώρησή τους από το σπίτι, θα στιγματιστεί η Χρυσαυγή ως «κακή νύφη». Η Διαμάντω, όμως, είναι αμετακίνητη. Χρησιμοποιώντας ψεύτικες κατηγορίες εναντίον της Χρυσαυγής, δεν ομολογεί τον πραγματικό λόγο για τον οποίο θέλει να τους διώξει. Η Χρυσαυγή, μη μπορώντας να αντέξει αυτή την αδικία, ξεσπάει σε κλάματα απελπισμένη. Ο Θεριανός, ο οποίος μέχρι τώρα είναι αμέτοχος στη σκηνή, βλέποντάς τη να κλαίει, δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Την αγκαλιάζει και τη φιλάει στο στόμα, φροντίζοντας, όμως, να μη το αντιληφθεί ο Γιώργης. Τώρα, η Χρυσαυγή καταλαβαίνει τον πραγματικό λόγο που θέλε
Ο Γιώργης κληρώνεται και υποχρεώνεται να φύγει για τον Στρατό. Για να αποσοβηθούν τα σχόλια από το χωριό, η Διαμάντω συνάπτει μια άτυπη συμφωνία με τη Χρυσαυγή, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει ξανά στη στέγη των πεθερικών της. Έτσι, η Χρυσαυγή όταν επιστρέφει στο σπίτι, για να μην προκαλεί τον Θεριανό με την παρουσία της, κάνει τα πάντα για να εξαφανίσει την ομορφιά της (ντύνεται με σκούρα, γεροντίστικα ρούχα, κυκλοφορεί βρόμικη και ατημέλητη). Ωστόσο, τελικά δεν καταφέρνει τον σκοπό της. Το μοιραίο δεν αποφεύγεται και η δύστυχη κοπέλα γίνεται θύμα βιασμού από τον πεθερό της.
Η Χρυσαυγή, αποσχισμένη πλέον από τα συναισθήματά της, μετά το σοκ του βιασμού, αφήνεται στο έλεος των ορμών του πεθερού της, από τον οποίο μένει έγκυος. Όταν διαπιστώνει την εγκυμοσύνη της, πάει να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά την τελευταία στιγμή κάτι τελευταίο την κρατάει στη ζωή: μια ανάμνηση του Γιωργή. Ωστόσο, περιφέρεται πια σαν μια ζωντανή νεκρή. Η Διαμάντω μαθαίνει το ανατριχιαστικό μυστικό και επιτίθεται στη νύφη της, για να τη σκοτώσει. Αμέσως, όμως, αντιλαμβάνεται ότι για το καλό του γιου της, ο οποίος θα επιστρέψει από τον Στρατό με άδεια για το Πάσχα, πρέπει να συγκρατηθεί. Ο Γιώργης έρχεται και ξαναφεύγει χωρίς να μάθει την αλήθεια. Η Χρυσαυγή, με τη βοήθεια της Διαμάντως -η οποία εντέλει τη συμπονά-, γεννάει κρυφά ένα αγοράκι και η ίδια πεθαίνει από εκλαμψία. Ο Θεριανός απομένει ολομόναχος και εξόριστος από την κοινωνία και την οικογένειά του. Το νεογέννητο αγόρι, καρπός του εγκληματικού πάθους με τη νύφη του, πεθαίνει κι εκείνο στην αγκαλιά του. Ό,τι άγγιξε η αρ